βαρελοσάνιδο

βαρελοσάνιδο
το
καθεμιά από τις πλαϊνές σανίδες ενός βαρελιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρελοσάνιδο — το καθένα από τα κυρτά σανίδια με τα οποία κατασκευάζεται το βαρέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούγα — και ντούγια και δόγα, η (Μ δόγα) 1. στεφάνι βαρελιού 2. βαρελοσάνιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. doga] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”